υγιής

υγιής
-ές / ὑγιής, -ές, ΝΜΑ, και ὑγειής, -ές, Α
1. αυτός που έχει άρτια, φυσιολογική σωματική και ψυχική κατάσταση, που βρίσκεται σε πλήρη σωματική και ψυχική ευεξία, γερός
2. μτφ. α) (για λόγους, σκέψεις, ενέργειες) φρόνιμος, σωστός (α. «εμφορείται από υγιείς αντιλήψεις για τη ζωή» β. «μῡθος δ', ὃς μὲν νῡν ὑγιής, εἰρημένος ἔστω», Ομ. Ιλ.)
β) (για πρόσ.) σώφρων, συνετός
αρχ.
1. (για αντικείμενα) αυτός που βρίσκεται σε καλή κατάσταση και κυρίως αυτός που δεν έχει υποστεί σπάσιμο
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑγιές
η άρτια φυσιολογική κατάσταση τού σώματος ενός ζωντανού οργανισμού, η υγεία
3. φρ. «ὑγιὲς φθέγγομαι» — δοκιμάζω με επίκρουση για να διαπιστώσω αν ένα πήλινο αγγείο είναι γερό, στερεό (Πλάτ.)
4. παροιμ. «ὑγιέστερος κολοκύντης ἢ ὄμφακος» ή, κατά τον Φώτ., «ὑγιέστερος κρότωνος ἢ Κρότωνος» — λεγόταν για εξαιρετικά υγιή άνθρωπο.
επίρρ...
υγιώς / ὑγιῶς, ΝΜΑ
1. με υγεία
2. μτφ. με φρόνιμο, σωστό τρόπο (α. «πολιτεύεται υγιώς» β. «πάνθ' ὑγιῶς καὶ δικαίως πεπολίτευμαι», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. υγιής (< *su-gwiy-es) είναι σύνθ. λ., τής οποίας το πρώτο συνθετικό υ- ανάγεται στο ΙΕ προθεματικό *su- «καλώς» (πρβλ. αβεστ. hu-ĵyā-ti- «ευζωία» και πιθ. το ελλ. ἐύς*), ενώ το δεύτερο συνθετικό προέρχεται από την ΙΕ ρίζα *gwiyē- τού ρ. ζήω / ζῶ (βλ. λ. ζω και βίος), όπου το μακρό -ē- /-η- τού ζήω άσκησε επίδραση στη μορφή τού επιθ. και οδήγησε στον σχηματισμό του κατά τα σιγμόληκτα επίθ. σε -ης. Αξιοσημείωτη είναι, τέλος, η απώλεια τής χειλοϋπερωικής χροιάς τού IE *-gw τής ρίζας με ανομοίωση, λόγω τής παρουσίας τού -υ-: *su-gw- < su-g- (για ανάλογη εξέλιξη χειλοϋπερωικών φθόγγων πρβλ. κύκλος*, νύξ, νυκτός, βλ. νύχτα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὑγιής — healthy masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑγιῆς — ὑγιάζω make sound fut ind act 2nd sg (doric) ὑγιής healthy masc/fem acc pl (attic epic doric) ὑγιής healthy masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υγιής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. που έχει υγεία (βλ. λ.), που έχει άρτια και φυσιολογική σωματική κατάσταση, ο γερός. 2. μτφ., ο ψυχικά και πνευματικά εντάξει, ο λογικός, ο συνετός: Υγιείς αρχές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑγιέστερον — ὑγιής healthy neut acc comp sg ὑγιής healthy masc acc comp sg ὑγιής healthy adverbial comp ὑγιής healthy neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑγιῆ — ὑγιής healthy masc/fem acc sg (attic epic doric) ὑγιής healthy masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὑγιής healthy neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑγιές — ὑγιής healthy neut acc sg ὑγιής healthy masc/fem voc sg ὑγιής healthy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑγιέστατον — ὑγιής healthy neut acc superl sg ὑγιής healthy masc acc superl sg ὑγιής healthy neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑγιεστάτοις — ὑγιής healthy neut dat superl pl ὑγιής healthy masc/neut dat superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑγιεῖ — ὑγιής healthy masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ὑγιής healthy masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑγιεῖς — ὑγιής healthy masc/fem acc pl ὑγιής healthy masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”